• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
put [sth] on hold v expr (suspend)αναστέλλω, αναβάλλω ρ μ
 Construction of the new shopping center was put on hold during the credit crisis.
 Η κατασκευή του νέου εμπορικού κέντρου αναβλήθηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης των δανείων.
put [sb] on hold v expr (phone: keep waiting)βάζω κπ στην αναμονή έκφρ
 When the customer service department puts you on hold, they play annoying music.
put [sth] on hold v expr (reserve)κρατάω, κρατώ ρ μ
 I've asked the library to put the book on hold for me.
 Ζήτησα από τη βιβλιοθήκη να μου κρατήσουν το βιβλίο.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'put on hold' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση put on hold στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «put on hold».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!